Συμπτώματα - Διάγνωση

Ποια είναι τα κυριότερα συμπτώματα της νόσου;
Η νόσος του Πάρκινσον ανήκει σε μία κατηγορία παθήσεων που αποκαλούνται διαταραχές του κινητικού συστήματος. Δέν προσβάλλει όλους τους ασθενείς με τον ίδιο τρόπο. Η ένταση και η εξελιξή της διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Τα τέσσερα κυριώτερα κινητικά συμπτώματα της νόσου είναι:
– ο τρόμος (τρεμούλα) που εντοπίζεται στα δάκτυλα ή και σε ολόκληρα τα χέρια και τα πόδια, καθώς και στο σαγόνι. Ξεκινάει συνήθως από το ένα χέρι και χαρακτηρίζεται από μπρός και πίσω ρυθμικές κινήσεις του αντίχειρα και του δείκτη. Γίνεται εμφανέστερος όταν το χέρι ξεκουράζεται ή το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση συναισθηματικής έντασης. Αργότερα επεκτείνεται και στην άλλη πλευρά του σώματος. Ο τρόμος δεν αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για όλους τους ασθενείς. Σε μερικούς είναι ασήμαντος και τα προβληματά τους αφορούν στα άλλα συμπτώματα.
– η δυσκαμψία των άκρων και του κορμού, ή η διακοπτόμενη αντίσταση που συναντά κάποιος στην προσπάθειά του να κινήσει τα χέρια, ή τα πόδια του ασθενούς, που αποκαλείται και “φαινόμενο οδοντωτού τροχού”. Προκειμένου να κάνουμε μία κίνηση δεν φτάνει να συσπαστεί μία ομάδα μυών (αγωνιστές μύες), αλλά και ταυτόχρονα να χαλαρώσει η ομάδα μυών που κάνει την αντίθετη κίνηση (ανταγωνιστές μύες). Στην νόσο του Πάρκινσον, η λεπτή αυτή ισορροπία που εξαρτάται από τις εντολές που στέλνει ο εγκέφαλος στο σώμα, διαταράσσεται. Οι μύες μένουν μόνιμα συσπασμένοι και το άτομο πονά ή αισθάνεται μεγάλη μυική τάση ή και αδυναμία.
– η βραδυκινησία που σημαίνει ότι ελαττώνεται η ταχύτητα των κινήσεων και χάνονται οι αυθόρμητες και αυτόματες κινήσεις (πχ η αιώρηση των χεριών όταν βαδίζουμε). Έτσι δραστηριότητες που πρώτα εκτελούντο γρήγορα και εύκολα (πλύσιμο, ντύσιμο κλπ), τώρα χρειάζονται πολύ περισσότερο χρόνο.
– οι διαταραχές στην στάση και την ισορροπία του σώματος που αναγκάζουν το σώμα να κλίνει προς τα μπρός ή προς τα πίσω και προκαλούν συχνές πτώσεις. Οι διαταραχές αυτές ευθύνονται επίσης για την καμπουριαστή και με πεσμένους ώμους στάση του σώματος.
Καθώς η νόσος προχωρεί διαταράσσεται εκτός των άλλων και το βάδισμα. Το δρασκέλισμα μικραίνει, το περπάτημα συχνά και απρόβλεπτα διακόπτεται με τον ασθενή να “παγώνει” σε μιά θέση και άλλοτε να πέφτει προς τα μπρός ή να κάνει πολλά μικρά γρήγορα βήματα “πιγκουίνου”, προκειμένου να διατηρήσει την ισορροπία του.

Υπάρχουν άλλα συμπτώματα;
Εκτός από την ομάδα των κυρίαρχων κινητικών συμπτωμάτων θα πρέπει να αναφερθούν άλλες δύο ομάδες: α) τα πρόδρομα ή αρχικά κινητικά συμπτώματα και β) τα ονομαζόμενα μη-κινητικά συμπτώματα που συνυπάρχουν σε διάφορες φάσεις με τα κύρια κινητικά και συχνά κάποια από αυτά προηγούνται για αρκετά χρόνια αυτών.
Τα πρόδρομα κινητικά συμπτώματα είναι στην αρχή ανεπαίσθητα και εμφανίζονται σιγά-σιγά. Οι ασθενείς αισθάνονται κούραση και καταβολή, συχνά “πιάνωνται” και δυσκολεύονται να σηκωθούν από την καρέκλα ή να γυρίσουν το βράδυ εύκολα στο κρεββάτι. Μπορεί να παρατηρήσουν ότι έχει χαμηλώσει η ένταση της φωνής των και έχει χαλάσει ο γραφικός τους χαρακτήρας. Αυτή η περίοδος μπορεί να διαρκέσει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα πριν την εμφάνιση των κύριων συμπτωμάτων. Αρκετές φορές οι φίλοι και το οικογενειακό περιβάλλον επισημαίνουν για πρώτη φορά τις αλλαγές αυτές. Μπορεί να συνειδητοποιήσουν επίσης ότι το πρόσωπο του ασθενούς έχει χάσει την έκφραστικοτητά του “σαν να φοράει μάσκα”, ή ότι κάθεται σε μία θέση για ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν κουνάει φυσιολογικά τα χέρια και τα πόδια του.
Στα μη-κινητικά συμπτώματα θα μπορούσαμε να κατατάξουμε την κατάθλιψη που παρουσιάζεται πολύ συχνά και μάλιστα μπορεί να εμφανιστεί πολύ πρίν τα άλλα συμπτώματα της νόσου και η οποία συχνά αντιμετωπίζεται με επιτυχία με αντικαταθλιπτικά και αντιπαρκινσονικά φάρμακα. Αργότερα κατά την πορεία της νόσου ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει διαταραχές της μνήμης και βραδύτητα σκέψης. Άλλα συμπτώματα αυτής της κατηγορίας είναι η δυσκοιλιότητα, οι ουρολογικές και σεξουαλικές διαταραχές, οι διαταραχές από το δέρμα, το οποίο συνήθως γίνεται στην περιοχή του προσώπου και του τριχωτού του κεφαλιού πολύ λιπαρό, η υπερπαραγωγή ιδρώτα και τέλος οι διαταραχές του ύπνου όπως η αυπνία, η υπνηλία, οι εφιάλτες κλπ που δεν είναι ξεκάθαρο άν οφείλονται στην νόσο ή στην φαρμακευτική αγωγή που χρησιμοποιούμε για την θεραπεία της. Αρκετά απο τα συμπτώματα αυτά είναι δυνατόν σήμερα να αντιμετωπισθούν με φάρμακα και με οδηγίες.

Πως όμως γίνεται η διάγνωση της νόσου;
Ακόμη και ένας έμπειρος νευρολόγος, μπορεί να δυσκολευτεί στην διάγνωση κατά τα αρχικά στάδια της νόσου. Στην κλινική πράξη δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής εργαστηριακές εξετάσεις ρουτίνας που να θέτουν με βεβαιότητα την διάγνωση. Ο νευρολόγος μπορεί να χρειαστεί να παρατηρήσει για αρκετό χρόνο τον ασθενή μέχρι να αποφανθεί ότι ο τρόμος για τον οποίο παραπονείται είναι ο τυπικός τρόμος της νόσου και συνοδεύεται από ένα ή περισσότερα κλασσικά συμπτώματα αυτής.
Η τυπική νόσος του Πάρκινσον, που σημειωτέον δεν είναι μεταδοτική και δεν χαρακτηρίζεται από σαφή κληρονομικότητα καλείται και πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής παρκινσονισμός. Τούτο διότι παρ’ότι διαφέρει από ασθενή σε ασθενή, πρέπει να την ξεχωρίσουμε από διαφορετικούς τύπους παρκινσονισμού, άλλοτε άγνωστης και άλλοτε γνωστής και πιθανά αναστρέψιμης αιτιολογίας, όπως πχ ο φαρμακευτικός παρκινσονισμός, ο οποίος αποτελεί ανεπιθύμητη ενέργεια κάποιων φαρμάκων.
Τα τελευταία χρόνια με την χάριν της τεχνολογίας και της νευροβιολογίας έχουν αναπτυχθεί αρκετές παρακλινικές (εργαστηριακές) μέθοδοι διάγνωσης και διαφορικής διάγνωσης της νόσου του Πάρκινσον και των οποίων μελετάται η ειδικότητά των και η ευαισθησία των. Τέτοιες είναι οι απεικονιστικές και οι λειτουργικές-απεικονιστικές μέθοδοι (Τεχνικές Μαγνητικής Τομογραφίας, Σπινθηρογράφημα Βασικών Γαγγλίων, Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίων, Πληθυσμογραφία Μυοκαρδίου, Υπερηχογράφημα Εγκεφάλου κλπ) καθώς και οι διάφοροι βιολογικοί δείκτες στο αίμα και το εγκεφαλονωτιαίο υγρό ασθενών). Τέλος ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο αποτελούν ο γενετικός έλεγχος και η πρώιμη διάγνωση, έτσι που να μπορέσουμε να δράσουμε προληπτικά πρίν εκδηλωθούν τα προβλήματα της νόσου.

Skip to content